- αλαφροζυγιάζω
- και αλαφροζυγίζω1. (για ζυγαριά, πλάστιγγα κ.λπ.) ζυγίζω ελαφρά, δείχνω βάρος κατώτερο από το πραγματικό2. έχω ελαφρό βάρος, δεν είμαι βαρύς3. είμαι ανόητος, αλαφρόμυαλος4. μέσ. (για πτηνά) πετώ ελαφρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο-* + ζυγιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.